- επιθαλάμιο
- το (AM ἐπιθαλάμιος, -ον)μσν.- νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθαλάμιο(ν)το νυφικό τραγούδι που τραγουδούνταν ομαδικά έξω από το νυφικό δωμάτιο μετά τη γαμήλια τελετήαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νυφικό θάλαμο, ο γαμήλιος2. (το αρσ. ή θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ ἐπιθαλάμιος (ὕμνος ή ὠδή)το επιθαλάμιο άσμα.
Dictionary of Greek. 2013.